- ενστάλαξη
- η [ενσταλάζω]1. η αργή εκροή υγρού στάλα στάλα2. θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία εισάγεται με σταγόνες υγρό φάρμακο μέσα σε κάποια κοιλότητα τού οργανισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενστάλαξη — η 1. το στάξιμο υγρού μέσα σε κάτι. 2. το χύσιμο σταγόνων φαρμάκου σε κοιλότητα του οργανισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οφθαλμοαντίδραση — και οφθαλμαντίδραση, η διαγνωστική δοκιμασία που γίνεται με την ενστάλαξη μικρής ποσότητας αραιού διαλύματος μιας ουσίας στο μάτι … Dictionary of Greek